στουπί — το 1. μάζα από ίνες βαμβακιού ή λιναριού: Σκούπισε τα λάδια του αυτοκινήτου με στουπί. 2. άγευστος, χωρίς χυμό: Το φρούτο αυτό είναι στουπί. 3. «Έγινε στουπί στο μεθύσι», μέθυσε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… … Dictionary of Greek
κηροστούπιν — κηροστούπιν, τὸ (Μ) κερωμένο στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + στουπί(ο)ν, με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
μπούρλος — μποῡρλος, ὁ, και μποῡρλο, τὸ (Μ) 1. στουπί 2. μτφ. μπουκιά και γενικά κάτι που έχει σχήμα μικρής σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιδιωματικό burla < λατ. burrula «στουπί σφαιρικό αντικείμενο»] … Dictionary of Greek
στουπένιος — α, ο, Ν [στουπι] κατασκευασμένος από στουπί … Dictionary of Greek
στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω … Dictionary of Greek
στούπωμα — και στύπωμα, το, Ν [στουπώνω] 1. το φράξιμο τρύπας με στουπί 2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα 3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι … Dictionary of Greek
στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… … Dictionary of Greek
Греция — I 1) География (см.); 2) Метрология (см.); 3) Древняя история (см.); 4) Новая история (см.); 5) Современное государственное устройство и финансы (см.). О греческой литературе, языке, философии, музыке, искусстве см. отдельные статьи. Г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ίβδης — ὁ (Μ ἴβδης, ὁ και ἴβδη, ἡ) μικρός ξύλινος κύλινδρος ο οποίος περιτυλίσσεται με στουπί για να φράξει την τρύπα που βρίσκεται στη βάση τού πλοίου και η οποία χρησιμεύει για την εκροή τών υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. είβω «διαχέω,… … Dictionary of Greek