στουπί

στουπί
το / στουπίον, ΝΜ
ινώδες συστατικό που παράγεται κατά τον διαχωρισμό ή και το χτένισμα τών υφαντουργικών ινών φλοιού, κυρίως τού λιναριού και τής καννάβεως, και το οποίο χρησιμοποιείται ως υλικό εμφράξεως ρωγμών σε ξύλινα σκάφη, όπου η στεγανότητα διασφαλίζεται με κάλυψη τού εμφραγμένου αρμού με θερμή υγρή πίσσα
νεοελλ.
1. τεχνολ. απόξεσμα από διάφορες κλωστικές ύλες, ιδίως από βαμβάκι, το οποίο χρησιμοποιείται για καθαρισμό τών μηχανών ή για σκούπισμα τών χεριών
2. νήμα κατώτερης ποιότητας από την κατεργασία τού λιναριού
3. βύσμα από γνάφαλα και άλλες ύλες με το οποίο φράζεται η δοκιμαστική τρύπα βαρελιού τού κρασιού
4. (για καρπό ή φαγητό) σκληρός και ξερός, άνοστος
5. φρ. «έγινε [ή είναι] στουπί στο μεθύσι» — μέθυσε τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. στουπί έχει σχηματιστεί από τα αρχ. στυπ(π)εῖον / στύππη πιθ. μέσω τού λατ. stuppa (βλ. και λ. στυππείο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στουπί — το 1. μάζα από ίνες βαμβακιού ή λιναριού: Σκούπισε τα λάδια του αυτοκινήτου με στουπί. 2. άγευστος, χωρίς χυμό: Το φρούτο αυτό είναι στουπί. 3. «Έγινε στουπί στο μεθύσι», μέθυσε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέσκεον — και κεσκίον, τὸ (Α) το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κέσ κεσ ον, τ. με αναδιπλασιασμένο θ. κεσ που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kes «ξύνω, χτενίζω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. češo «χτενίζω», πιθ. χεττ. kišāi «χτενίζω», τσεχ. pa čes «στουπί», λιθουαν. kasa «πλεξούδα,… …   Dictionary of Greek

  • κηροστούπιν — κηροστούπιν, τὸ (Μ) κερωμένο στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + στουπί(ο)ν, με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • μπούρλος — μποῡρλος, ὁ, και μποῡρλο, τὸ (Μ) 1. στουπί 2. μτφ. μπουκιά και γενικά κάτι που έχει σχήμα μικρής σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιδιωματικό burla < λατ. burrula «στουπί σφαιρικό αντικείμενο»] …   Dictionary of Greek

  • στουπένιος — α, ο, Ν [στουπι] κατασκευασμένος από στουπί …   Dictionary of Greek

  • στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω …   Dictionary of Greek

  • στούπωμα — και στύπωμα, το, Ν [στουπώνω] 1. το φράξιμο τρύπας με στουπί 2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα 3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι …   Dictionary of Greek

  • στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… …   Dictionary of Greek

  • Греция — I 1) География (см.); 2) Метрология (см.); 3) Древняя история (см.); 4) Новая история (см.); 5) Современное государственное устройство и финансы (см.). О греческой литературе, языке, философии, музыке, искусстве см. отдельные статьи. Г.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ίβδης — ὁ (Μ ἴβδης, ὁ και ἴβδη, ἡ) μικρός ξύλινος κύλινδρος ο οποίος περιτυλίσσεται με στουπί για να φράξει την τρύπα που βρίσκεται στη βάση τού πλοίου και η οποία χρησιμεύει για την εκροή τών υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. είβω «διαχέω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”